αμνός

αμνός
αμνός ο
1) ягненок, агнец;
2) Агнец – Христос. Агнцем символически изображается Христос в иконописи;
3) Агнец. Им именуется вынутая на проскомидии центральная часть просфоры, на которой изображена печать, см. πρόσφορο. Агнец полагается на Дискос и пресуществляется в Тело Христово на Божественной Евхаристии, совершаемой в воспоминание пострадавшего за нас Господа Иисуса Христа;
ΦΡ.
αμνός του Θεού — Агнец Божий – Господь Иисус Христос, принесший Себя в жертву за грехи мира
Этим.
дргр. < инд. ag(h)-nos, лат. agnus. Слово «агнец» в Новом Завете относится исключительно к Христу. (Ин. 1, 29)

«ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» — «се агнец Божий, вземляй грехи мира»


Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αμνός" в других словарях:

  • ἁμνός — ἀμνός , ἀμνός lamb masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνός — lamb masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμνός — ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και ἀμνίς, Ν αμνάδα) 1. το νεογνό τού προβάτου, αρνί, αρνάκι 2. φρ. «ο αμνός τού Θεού» ο Χριστός μσν. το ύφασμα τού επιταφίου, όπου εικονίζεται το σώμα τού Χριστού αρχ. 1. ανόητος, κουτός 2. άκακος, πράος,… …   Dictionary of Greek

  • αμνός του Θεού — Η λέξη αμνός χρησιμοποιείται συμβολικά στη χριστιανική τέχνη και στη λειτουργική. Στην Παλαιά Διαθήκη, η λέξη χρησιμοποιείται και στην κυριολεξία της. Στη συμβολική της έννοια είναι προσωνυμία του Μεσσία, για την πραότητα και την ανεξικακία του.… …   Dictionary of Greek

  • αμνός — ο το μικρό αρσενικό πρόβατο, το αρνάκι: Στο χωριό θα έτρωγαν και τον πατροπαράδοτο πασχαλινό αμνό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμνώ — ἀμνός lamb masc/fem acc dual ἀμνός lamb masc/fem nom dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνοί — ἀμνός lamb masc/fem nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνούς — ἀμνός lamb masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνόν — ἀμνός lamb masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνώς — ἀμνός lamb masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»